- ὑπηρέτησις
- ὑπηρέτ-ησις, εως, ἡ,A service,
τὰ εἰς -ήσεις σώματος Arist.Rh. 1384a18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ εἰς -ήσεις σώματος Arist.Rh. 1384a18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπηρετήσει — ὑπηρέτησις service fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπηρετήσεϊ , ὑπηρέτησις service fem dat sg (epic) ὑπηρέτησις service fem dat sg (attic ionic) ὑπηρετέω do service on board ship aor subj act 3rd sg (epic) ὑπηρετέω do service on board ship fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρετήσεις — ὑπηρέτησις service fem nom/voc pl (attic epic) ὑπηρέτησις service fem nom/acc pl (attic) ὑπηρετέω do service on board ship aor subj act 2nd sg (epic) ὑπηρετέω do service on board ship fut ind act 2nd sg ὑ̱πηρετήσεις , ὑπηρετέω do service on board … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέτησιν — ὑπηρέτησις service fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέτηση — η / ὑπηρέτησις, ήσεως, ΝΑ [ὑπηρετῶ] το σύνολο τών εργασιών τού υπηρέτη, η δουλειά τού υπηρέτη νεοελλ. στρ. το σύνολο τών εργασιών που εκτελούν οι χειριζόμενοι ένα πυροβόλο ή πολυβόλο άνδρες … Dictionary of Greek
υπηρετησία — ἡ, Α εξυπηρέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὑπηρέτησις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
ὑπηρετήσῃ — ὑπηρετήσηι , ὑπηρέτησις service fem dat sg (epic) ὑπηρετέω do service on board ship aor subj mid 2nd sg ὑπηρετέω do service on board ship aor subj act 3rd sg ὑπηρετέω do service on board ship fut ind mid 2nd sg ὑ̱πηρετήσῃ , ὑπηρετέω do service on … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)